- προσκτήσεως
- προσκτήσεω̆ς , πρόσκτησιςincrease of fortunefem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καζουιστικός — ή, ό 1. (φιλοσ. και κοινων.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε διάφορες επιμέρους περιπτώσεις στην πράξη 2. το θηλ. ως ουσ. η καζουιστική μέρος τής ηθικής που πραγματεύεται τη μέθοδο προσκτήσεως οδηγιών με την αντιμετώπιση ειδικών περιπτώσεων τού… … Dictionary of Greek